- τραπεζοποιός
- τραπεζοποιόςa slave who set out the tablemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραπεζοποιός — ὁ, ΜΑ τραπεζοκόμος μσν. (στο Βυζ.) αυτός που ήταν επιφορτισμένος με την φροντίδα τών βασιλικών γευμάτων, ο δομέστικος τού βασιλικού τραπεζιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + ποιός*] … Dictionary of Greek
τραπεζοποιοί — τραπεζοποιός a slave who set out the table masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζοποιούς — τραπεζοποιός a slave who set out the table masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζοποιῷ — τραπεζοποιός a slave who set out the table masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζοποιόν — τραπεζοποιός a slave who set out the table masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
τραπεζοποιΐα — ἡ, Α [τραπεζοποιός] κατασκευή τραπεζών … Dictionary of Greek
τραπεζοποιώ — έω, Α [τραπεζοποιός] παραθέτω τραπέζι με εδέσματα … Dictionary of Greek
ՍԵՂԱՆԱԿԱԶՄ — (ի, ից.) NBH 2 0705 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 13c ա.գ. τραπεζοποιός structor mensarum. Սպասաւոր՝ որ կազմ պատրաստէ զսեղան. *Հանգո զքո խոհարարն, տուր դատարկութիւն սեղանակազմին, դադարեցո եւ զձեռն մատռուակին. Բրս. պհ. ՟Ա: ՍԵՂԱՆԱԿԱԶՄ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)